5535 - Aπό τη διαχείριση κρίσεων στη στρατηγική διαχείριση κρίσεων

Ν. Λυγερός

Η στρατηγική διαχείριση κρίσεων δεν είναι μόνο μία επέκταση ή προέκταση της διαχείρισης κρίσεων. Δεν λειτουργεί αναλογικά με τη σχέση που έχει η θεωρία παιγνίων με τη θεωρία αποφάσεων. Η αλλαγή προσέγγισης είναι ριζική και αποτελεί παράδοξο σε πρώτη εξέταση με κλασικά μέσα. Όταν εξετάζουμε τη διαχείριση κρίσεων ακόμα και ως αυτοδύναμη δυναμική και αναλύουμε την κρίση ως σύμπλεγμα, το οποίο αποτελείται από τις έννοιες της πρόκλησης, της σύγκρουσης και της έκβασης, δεν διευκρινίζονται τα προβλήματα της στελέχωσης. Η διαφοροποίηση εμφανίζεται στους στρατηγιστές με την έννοια της κόπωσης. Αυτό επιτρέπει και τον έμμεσο καθορισμό του στόχου και της μάχης. Και όντως η κρίση συσχετίζεται άμεσα με τη μάχη. Κατά συνέπεια η διαχείριση κρίσεων καταρρέει με την έννοια του πολέμου και γι’ αυτό είναι απαραίτητη η στρατηγική διαχείριση κρίσεων, η οποία βασίζεται στην ιδέα του Klausewiz, όπου ο πόλεμος είναι η φυσιολογική κατάσταση των κοινωνιών και η ειρήνη μία παύση στην εξέλιξη. Ενώ η στρατηγική με το βάθος της επιτρέπει την ενσωμάτωση του πολέμου στη στρατηγική διαχείριση κρίσεων. Αυτή η ιδιότητα μάς επιτρέπει επιπλέον να ερμηνεύσουμε δυναμικά τον πόλεμο ως μία δομή μαχών ή καλύτερα ακόμα ως μία υπερδομή των δομών της μάχης. Υπάρχουν όμως και άλλα αναλογικά νοητικά σχήματα που αναδεικνύουν την ανωτερότητα της στρατηγικής διαχείρισης κρίσεων σε σχέση με την απλή διαχείριση κρίσεων. H διαχείριση κρίσεων βασίζεται στην ιδέα της επεξεργασίας των πληροφοριών. Σε αυτό το πλαίσιο, όμως, πρέπει να διαχειριστεί και τις παραπληροφορείς, οι οποίες παρουσιάζονται φαινομενικά ως πληροφορίες. Υπάρχουν επίσης και οι άσχετες πληροφορίες. Ένας τρόπος για αποφύγουμε αυτά τα προβλήματα ορισμού του τύπου Shannon ή Chaitin, είναι η χρήση της υπέρβασης του Popper και του ισομορφισμού του Sidis, οι οποίοι μας επιτρέπουν ορθολογικά να βασίσουμε τη στρατηγική διαχείριση κρίσεων στις γνώσεις και όχι απλώς στις πληροφορίες. Αυτό σημαίνει ότι η στελέχωση δεν μπορεί πια να γίνει με τον ίδιο τρόπο διότι υπάρχουν πλέον και ανοιχτά προβλήματα των οποίων η επίλυση χρειάζεται περισσότερα από απλά δεδομένα και κανόνες. Επί πλέον η αλγοριθμική προσέγγιση που δίνει τη δυνατότητα της χρήσης του δυναμικού προγραμματισμού δεν έχει νόημα. Διότι σε αυτό το επίπεδο είναι η σύνθεση που κυριαρχεί και απαιτεί αναπόφευκτα μία ολιστική προσέγγιση. Το όλο αυτή τη φορά δεν είναι απλώς ένα συνονθύλευμα από μέρη. Κατά συνέπεια η στρατηγική διαχείριση κρίσεων δεν βασίζεται πάνω στα ίδια γνωστικά εργαλεία και δεν απλοποιείται σε διαδικασίες, διότι η συστημική προσέγγιση δεν μπορεί να αντέξει αυτή τη γενίκευση, η οποία δεν είναι ούτε και επαγωγή, αλλά δημιουργική απαγωγή σύμφωνα με τον ορισμό του Eco και στο έργο του Peirce.