5413 - H αυτοπροσωπογραφία του Vincent

Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά: Σάνη Καπράγκου

Ο Vincent έβαλε το ποτήρι του πάνω στο τραπέζι. Πάει καιρός που δεν άγγιξε το βλαβερό κρασί ή το αψέντι. Ανακάθισε και ξανάπιασε την επιστολή του. Σπάνια έγραφε στην αδελφή του μα όταν το έκανε, ήταν πάντοτε με την αφήγηση πληθώρας προσωπικών λεπτομερειών, αλλά και συλλογισμών για τη φύση, όπως και για την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική. Αυτή τη φορά, ξεχυνόταν με την ορμή του δίχως ευθυμία, δίχως θλίψη, ειλικρινά.

«Μιας και προτίθεμαι τόσο να σου μιλήσω για μένα, θα προσπαθήσω να δω λιγάκι αν θα μπορούσα να σου περιγράψω την ίδια μου την προσωπογραφία γραπτώς, […]. Ιδού μία μου σύλληψη που είναι το αποτέλεσμα μιας προσωπογραφίας του εαυτού μου, που έφτιαξα στον καθρέφτη και βρίσκεται στα χέρια του Théo.

Ένα πρόσωπο γκρι ροζ και πράσινα μάτια, μαλλιά στάχυα, ένα μέτωπο ρυτιδωμένο και γύρω από το στόμα, σκληρό και σαν ξύλινο, ένα κατακόκκινο γένι, λίγο σαν κουπί, και θλιμμένος· μα τα χείλη είναι ανοιχτά· μια φόρμα μπλε από χοντρό πανί, και μια παλέτα με λεμονί, με ζωηρό κόκκινο, με βερονέζικο πράσινο, με μπλε κοβαλτίου, τελικά όλα τα χρώματα στην παλέτα, εκτός από το πορτοκαλί το γενιού, τίποτ’ άλλο από καθαρά χρώματα Το κεφάλι είναι σ’ ένα φόντο λευκόγκριζου τοίχου.»

Έκανε μια παύση. Προσπάθησε να ξαναθυμηθεί όσο ήταν δυνατόν ακριβέστερα την αυτοπροσωπογραφία την απεσταλμένη στην πρωτεύουσα για να είναι σίγουρος ότι δεν θα πει ψέματα κι ούτε θα υπερβάλει. Ο αδελφός του και η αδελφή του γνώριζαν τη θρυλική του πίστη. Αγαπούσε πάρα πολύ την αλήθεια για να τη διαστρέφει, ακόμη κι αν η κοινωνία πολύ θα το ήθελε… κι έπειτα ήθελε ν’ αναδείξει την υπεροχή του ιμπρεσιονισμού επί της απλής φωτογραφίας. Διότι η επιδιωκόμενη ομοιότητα είναι βαθύτερη. Μόνο που έπρεπε να απεικονισθεί έτσι όπως ήταν για να μπορέσουν να συγκρίνουν και να κατανοήσουν τη διαφορά και ξανάπιασε να γράφει.

«Επί του παρόντος είμαι εντελώς αλλιώτικος, μην έχοντας πια ούτε μαλλιά, ούτε γένια, και τα μεν και τα δε κομμένα διαρκώς σύριζα. Επί πλέον, από γκριζο-πράσινο ροζ, το πρόσωπό μου πέρασε στο γκριζο-πορτοκαλί, και φορώ ένα ρούχο λευκό αντί του μπλε κι είμαι πάντοτε σκεπασμένος με σκόνη, φορτωμένος σαν σκαντζόχοιρος αγκαθωτός με ραβδιά, καβαλέτο, καναβάτσο και άλλα συμπράγκαλα. Μόνον τα πράσινα μάτια παραμένουν τα ίδια, μα έν’ άλλο χρώμα παρεμβαίνει στο πορτρέτο, αυτό του κίτρινου ψάθινου καπέλου, όπως το φορούν στα μέρη μας οι παραμεθόριοι· στο τέλος ένα κατάμαυρο τσιμπούκι.»

Ξαναδιάβασε ό,τι μόλις είχε γράψει. Δεν παρέλειψε να χαμογελάσει. Ήταν αληθινά εκείνος. Ήταν δυο φορές εκείνος. Μία φορά όπως έβλεπε τον εαυτό του, μία φορά όπως εκείνοι τον έβλεπαν. Τώρα, η αδελφή του είχε κανονικά όλα τα στοιχεία για να καταλάβει όχι μόνον την ιμπρεσιονιστική σκέψη, μα και τη συνείδησή του. Δεν ήταν μόνον τού μετα-ιμπρεσιονστή, για τον οποίο υπήρχε θέμα, μα για το ανθρώπινο όραμα του κόσμου.