48828 - Η πίστη των μικρών σκιών. (παραμύθι)
Ν. Λυγερός
Ήθελαν να βλέπουν μες στο σκοτάδι. Και να βλέπεις μες στο σκοτάδι σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν κεριά. Το άλλο φως είναι πολύ έντονο και φοβούνται οι σκιές. Ήθελαν να δουν τις σκιές μες το σκοτάδι. Τα κεριά δημιουργούσαν σκιές, μικρές. Αλλά δεν είχαν σκεφτεί ότι θα δημιουργήσουν σκιές ακόμα και στους πίνακες. Ήταν σε ένα σαλόνι που είχαν πίνακες. Τους είχαν βάλει εδώ και καιρό, αλλά μετά ήταν σαν να τους είχαν ξεχάσει. Οι πίνακες, μόλις είδαν τα κεριά, σκέφτηκαν ότι τα παιδιά ήθελαν να τους ξαναδούν. Το χάρηκαν, ακόμα κι η Νιετόσκα. Τα παιδιά κοίταζαν τους πίνακες θυμήθηκαν έτσι πότε τους είχαν φτιάξει, πότε τους είχαν βάλει πάνω στον τοίχο. Ένας ξύλινος τοίχος, ένα μεγάλο δέντρο ίσιο, τόσο μεγάλο που φαινόταν σαν τοίχος. Δεν είχαν σκεφθεί ποτέ ότι το σπίτι τους ήταν μέσα σ’ ένα δέντρο. Ήταν μικρά παιδιά, πολύ μικροί άνθρωποι. Σε άλλα παραμύθια θα τους λέγαμε λιλιπούτειους, αλλά εδώ τους λέγαμε απλώς μαθητές. Είχαν συνηθίσει να βλέπουν πράγματα που είναι μεγάλα, γιατί πάντοτε ήταν πάνω σ’ έναν ώμο και δεν έδιναν πια σημασία στα μικρά. Εκείνο το βράδυ λοιπόν αποφάσισαν να δώσουν σημασία στις μικρές σκιές. Δεν είχαν σκεφτεί τι σημαίνει μικρή σκιά. Η μικρή σκιά είναι η σκιά που σιγά σιγά ξεχνάμε. Όλοι ξεχνούν τις μικρές σκιές και στο τέλος μάλιστα δεν μιλάνε πια για σκιές, ενώ τα κεριά τις θυμούνται πάντα. Άρα, τέσσερις μικροί άνθρωποι αποφάσισαν ν’ ανάψουν τέσσερα μικρά κεριά. Ο καθένας με το κερί του σκεφτόταν τον κόσμο που έβλεπε ξανά μέσα σ’ αυτό το σαλόνι. Ήταν γεμάτο βιβλία, είχε όμορφες βιβλιοθήκες, η κυρτότητα του Einstein, για να μην ξεχάσουν τη βαρύτητα των βιβλίων. Αλλά το θέμα δεν ήταν αυτό. Είχαν μάθει εκείνο το βράδυ τη διαφορά μεταξύ ιερού και πίστης και δεν το πίστευαν τα μάτια τους. Ποτέ δεν είχαν σκεφτεί αυτή τη μικρή λεπτομέρεια. Η πίστη της αλήθειας, το ιερό της ομορφιάς. Ξανακοίταξαν τους πίνακες, ήταν τοποθετημένοι πάνω στο ξύλο, όπως οι εικόνες πάνω στο τέμπλο. Υπήρχε όμως μια μεγάλη διαφορά, μπορούσαν να μπουν στο ιερό χωρίς κανένας να τους πει τίποτα. Αναρωτιόντουσαν αν οι σκιές μιλούσαν με το ιερό κι αν πίστευαν. Η Αναστασία σίγουρα. Ο γέρος το είχε φανταστεί. Οι δύο γυναίκες που πήγαιναν στην εκκλησία ήταν ξεκάθαρο ότι πίστευαν. Ο Απόστολος το ήξερε. Ο Ντοστογέφσκι το ίδιο. Ακόμα και μέσα σ’ αυτό το τυφλό μέρος σχετικά, κατάφεραν να ξαναδιαβάσουν τα λουλούδια που άνηκαν στο μπράιγ. Τελικά σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλό να ανάβουν πιο συχνά τα κεριά και να ξανασκέφτονται το χώρο. Δεν είχαν ποτέ σκεφτεί ότι θα μπορούσαν να ζήσουν μέσα σ’ ένα Ιερό, δεν το πίστευαν, kάποιος έπρεπε να τους το πει. Ποιος θα μπορούσε να ζήσει συνεχόμενα μέσα σ’ ένα Ιερό; Άνθρωπος… κανένας. Και ήταν όλοι μικροί άνθρωποι. Αλλά σκεφτήκαν ότι κάτι μπορούσε να ζήσει στο Ιερό, ήταν η πίστη τους. Η πίστη τους ότι αυτός ο ξύλινος τοίχος, που άνηκε σε δέντρο, ήταν το δικό τους τέμπλο. Πρώτη φορά το έβλεπαν με τέτοιο τρόπο. Τι σου δείχνουν τα μικρά κεράκια… Το φως έπρεπε να ήταν απαλό, αλλάζει τη διάθεση. Χάρηκαν που είδαν και τις βυζαντινές εικόνες με αυτό το φως, ήταν όλες στη σειρά, μαζεμένες, η μια προστάτευε την άλλη και ο ένας προστάτευε τους άλλους. Πόσο εύκολο τελικά ήταν να δουν τις μικρές σκιές, να ξαναζήσουν αυτές. Θυμήθηκαν το Λυκόφως του Νίτσε και τελικά κατάλαβαν ότι η πίστη δεν φαίνεται όταν έχει πολύ φως. Η πίστη φαίνεται όταν έχει ελάχιστο φως, όταν φαίνονται ίσα ίσα οι μικρές σκιές, γιατί τότε αυτό που φωτίζει τον κόσμο είναι η πίστη. Έτσι το χάρηκαν. Κατάλαβαν ότι ήταν μικρά κεράκια κι αυτοί. Δεν έβλεπαν όλο το ναό, ήξεραν όμως πού ήταν το τέμπλο του κι έτσι αποφάσισαν ότι έπρεπε να επανέλθουν και να ξαναβρούν την ουσία. Ότι ακόμα και τέσσερις μικροί άνθρωποι πάνω σ’ ένα καναπέ μπορούσαν να βοηθήσουν τον κόσμο, γιατί έφτιαχναν παιχνίδια, βέβαια στην αρχή νόμιζαν ότι τα παιχνίδια ήταν απλώς κατασκευές. Δεν είχαν προσέξει ότι λειτουργούσαν ως δώρα της Ανθρωπότητας, παρόλο που έδιναν παιχνίδια στους άλλους. Οι μεγάλοι κουβαλούσαν σταυρούς, οι μικροί κουβαλούσαν παιχνίδια. Τι παράξενο, όταν θα ήταν μεγάλοι, θα ήξεραν τι έκαναν όταν ήταν μικροί. Έτσι από το σαλόνι το ξύλινο με τη γωνία του, γιατί μόνο μία γωνία ήταν ξύλινη, η άλλη απουσίαζε για να είναι ανοιχτό στον κόσμο, άλλωστε το τέμπλο δεν ήταν ποτέ κλειστό. Και σκέφτηκαν ότι η πολυθρόνα που έβλεπαν, γιατί ήταν πολυθρόνα και δεν ήταν καρέκλα, θα τους θύμιζε αυτούς που λένε παραμύθια στους μικρούς ανθρώπους, επειδή τους έχουν πάντα μέσα τους. Δεν μπορούσαν να φανταστούν πως χωρούσαν μέσα. Ξανακοίταξαν το τέμπλο και σκέφτηκαν ότι η πίστη στο Δάσκαλο αλλάζει τα πάντα, αλλά δεν ήξεραν ότι είχαν αλλάξει και τελικά ως μικρές ψυχές κατοικούσαν μες στο Δάσκαλο. Στην αρχή νόμιζαν ότι ήταν απλώς ένας χώρος και μετά κατάλαβαν ότι ήταν ένας Χρόνος. Μέσα στο ξύλινο σαλόνι τι έβλεπαν τελικά, πόσο όμορφη είναι η αλήθεια και πόσο αληθινή είναι η ομορφιά, τόσο απλά. Κι έτσι πήγαν να κοιμηθούν για να κοιμηθούν καλά κι εμείς καλύτερα.