40771 - Η Βασιλική στη χώρα των παιχνιδιών

Ν. Λυγερός

Δεν ήξερε σε ποια χώρα βρισκόταν.
Κανένας δεν της είχε πει τίποτα.
Ή τουλάχιστον δεν είχε ακούσει τίποτα.
Έτσι περπατούσε μέσα στον κάμπο
χωρίς να γνωρίζει πού πήγαινε.
Όμως από μακριά είδε ένα μεγάλο δέντρο
και αποφάσισε να πάει προς την κατεύθυνσή του.
Όσο πιο κοντά πήγαινε, τόσο πιο μεγάλο φαινόταν.
Αναρωτήθηκε μάλιστα αν έξυνε τον ουρανό.
Τελικά όταν έφτασε κοντά του κατάλαβε
πως ήταν μια τεράστια βελανιδιά, αιωνόβια.
Θέλησε να ξεκουραστεί και κάθισε πάνω στις ρίζες της.
Την ίδια στιγμή άκουσε μια φωνή.
Κοίταξε παντού αλλά δεν είδε τίποτα.
Όμως η φωνή ξαναμίλησε.
Ερχόταν από τα φύλλα του δέντρου
και σκέφτηκε ότι ήταν ο άνεμος.
Εκείνη συνέχισε να της μιλά και τελικά παραδέχτηκε
πως ήταν το ίδιο το δέντρο.
Η βελανιδιά μιλούσε στη Βασιλική.

– Θα σου δώσω οχτώ κομμάτια από το είναι μου.
– Ευχαριστώ για το δώρο αλλά δεν έκανα τίποτα.
– Ήρθες να με βρεις και αυτό μου αρκεί.
– Οποιαδήποτε θα το έκανε αφού σας είδα από μακριά.
– Εσύ όμως κάθισες πάνω μου.
– Συγγνώμη.
– Δεν πειράζει, το χάρηκα. Είχα αιώνες να μιλήσω.
– Που είναι τα οχτώ κομμάτια.
– Εδώ, πάρε όσα θέλεις.
– Να τα πάρω όλα.
– Είναι δικά σου.
Η Βασιλική τα βρήκε ανάμεσα στις ρίζες. Τα κοίταξε προσεχτικά. Ήταν όντως οχτώ και παρατήρησε ότι το καθένα αποτελείτο από τέσσερις κύβους. Αναρωτήθηκε αν υπήρχαν περισσότερα, αλλά μετά σκέφτηκε πως όχι αφού της είχε δώσει τα πάντα. Άρχισε να τα επεξεργάζεται. Δεν ήξερε πως να τα περιγράψει κι επέλεξε να τους δώσει ονόματα. Το πρώτο το ονόμασε μπαστούνι, το δεύτερο τετράγωνο, το τρίτο γάμμα, το τέταρτο και το πέμπτο ανάποδοι δίδυμοι, το έκτο βίδα γιατί έμοιαζε να περιστρέφεται, το έβδομο ταφ και το όγδοο σίγμα.
– Αν τα βάλεις όλα μαζί θα κάνεις ένα παραλληλεπίπεδο.
– Μα τι είναι;
– Το βλέπεις αυτό το άνοιγμα στον κορμό μου.
– Ναι!
– Αν καταφέρεις να τα βάλεις όλα μαζί εκεί μέσα θα σου πω ένα μυστικό.
– Ξέρω που να τα βάλω. Είπε η Βασιλική κι άρχισε να λύνει το αίνιγμα.