3067 - Έψαξα τα χρώματα στο Ερεβάν

N. Lygeros

Έψαξα τα χρώματα στο Ερεβάν 
μα είδα μόνο τις σκιές του παρελθόντος. 
Ο κόσμος δεν ήθελε ν’ αλλάξει, 
μόνο να ξεχάσει την πραγματικότητα 
που δεν έπαψε ποτέ να κλαίει 
τα θύματα της βαρβαρότητας. 
Πίσω από τις γκρίζες πέτρες 
υπήρχε η ζωή που δεν πέθανε 
με τα όνειρα μιας νεκρής ουτοπίας. 
Εξέτασα κάθε μνήμη της πέτρας 
για να βρω τα ίχνη του ανύπαρκτου λαού. 
Η λήθη και η αδιαφορία δεν μπόρεσαν 
να σβήσουν τη φωτιά της γενοκτονίας. 
Ποιος όμως μπόρεσε ν’ ακούσει τη σιωπή 
της πόλης που διέσχισε τους αιώνες 
για να ζήσει το ανείπωτο; 
Τα λουλούδια είχαν σκύψει τόσο πολύ 
που είχαν γίνει ρίζες της κατοχής. 
Υπήρχαν όμως και τα άγρια 
που δεν ήξεραν να σκύβουν. 
Ακολουθούσαν το παράδειγμα των δένδρων 
που δεν ήθελαν να ξεχάσουν τον ουρανό. 
Πάνω στα πέταλα των λουλουδιών 
άφησα τα πρώτα ίχνη της έρευνας. 
Με τον ιππόκαμπο στο νου κοίταξα 
τα πράγματα που δεν πρόσεχε κανείς. 
Ήθελα να νιώσω τη γνώση 
του αγνώστου που ήταν έτοιμο 
να δώσει τη μάχη της ανάγκης 
και της ανθρώπινης επανάστασης. 
Τότε άκουσα το πρώτο τραγούδι 
εκείνης της ξεχασμένης εποχής. 
Χρόνια ήταν απαγορευμένο από το καθεστώς 
κι όμως η φωνή δεν το είχε ξεχάσει. 
Ήταν μια κραυγή για τους νεκρούς, 
μια εξέγερση για τους ζωντανούς, 
ένας ψαλμός στην ανοιχτή εκκλησία, 
που παλιά ήταν η πέτρινη πατρίδα. 
Δεν έκλαψε όταν τραγούδησε 
όμως ένιωσα πόσο βαθιά ήταν η πληγή 
και για ποιο λόγο δεν είχε κλείσει 
μετά από τόσα χρόνια κατοχής 
και απαγόρευσης ιστορίας. 
Σαν τα λουλούδια μόνο τα τραγούδια 
είχαν αντέξει το βάρος της λήθης. 
Ακόμα και το χιόνι δεν τα είχε νικήσει. 
Η δύναμη της φωτιάς δεν είχε αλλάξει. 
Πάλευε με τον ίδιο τρόπο 
τις σκιές που παραμόνευαν παντού. 
Όταν έπαψε το τραγούδι της πρώτης μέρας 
χάθηκε μέσα στις σκέψεις 
της αρμενικής μυθολογίας. 
Πιο βαθιά από τον ποιητή 
ο μύθος είχε σκαλίσει την ιστορία 
ενός λαού που δεν θέλησε 
να πεθάνει με τη βαρβαρότητα. 
Αντιστάθηκε για να αποδείξει 
τη μεγαλοσύνη της μνήμης 
ακόμα και όταν η εμβέλεια της λήθης 
κατατρόμαζε τους πάντες. 
Είδα τους ζωντανούς της νεκρόπολης, 
εκείνους που δεν είχαν γεννηθεί 
για να πεθάνουν την εποχή του εγκλήματος. 
Έμαθα ότι ήθελαν να ζήσουν 
ακόμα και πάνω στους ανώνυμους τάφους 
γιατί δεν έπρεπε να σβήσει ο λαός τους. 
Δεν έκρυψα την πληγωμένη μου χαρά 
και χαμογέλασα όσο μπορούσα 
για να μην ενοχλήσω τους νεκρούς 
που κουβαλούσαν μέσα τους. 
Έτσι θυμήθηκα τον παλιό μου φίλο 
που φώναζε μέσα στο άδειο σπίτι 
ενός αγνοουμένου που δεν ήθελε 
να πεθάνει δύο φορές. 
Ανάμεσα στους τοίχους της λύπης 
αντίκρισε την αμηχανία του χρόνου 
που δεν μπορούσε πια να σηκώσει 
το βάρος του άγνωστου πνεύματος 
Το εκκρεμές δεν έλεγε τίποτα. 
Λες και ήξερε τι είχε γίνει. 
Λες και ήταν εκεί όταν ήρθαν 
οι βάρβαροι να βάλουν τα σκουπίδια 
της ιστορίας μέσα στην αυλή 
ενός ξεχασμένου ονείρου. 
Βλέπεις αυτά σκεφτόμουν 
σ’ ένα άλλο άδειο δωμάτιο 
όπου άκουγα μόνο τη σιωπή 
της πόλης με τα σφυριά 
της κατοχής και τα δρεπάνια 
ενός άλλου θανάτου της μνήμης.